- φυγάς,-άδος
- ὁ N 3 1-0-1-1-6=9 Ex 23,27; Is 16,4; Prv 28,17; 2 Mc 4,26; 5,7fugitive (of an outcast or runaway) Is 16,4; id. (of a routed enemy) Ex 23,27 Cf. WEVERS 1990, 374
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φυγάς — ο / φυγάς, άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.) 2 … Dictionary of Greek
φυγαδίας — ὁ, Μ φυγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγάς, άδος + κατάλ. ίας* (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
φυγαγωγός — όν, Α αυτός που συλλαμβάνει φυγάδες ή αιχμαλώτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγάς, άδος + ἀγωγός. Η λ. αποτελεί εσφ. γρφ. αντί τού λαφυραγωγός] … Dictionary of Greek
φυγαδεύω — ΝΜΑ, και φυγαδείω Α [φυγάς, άδος] νεοελλ. βοηθώ κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει μσν. αρχ. 1. εκδιώκω, εξορίζω («οὔτε... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον πρέπον», Αριστοτ.) 2. τρέπω σε φυγή («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς»,… … Dictionary of Greek
φυγαδικός — ή, όν, Α [φυγάς, άδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγάδα («φυγαδικὴ νῆσος», Πλούτ.) 2. (το αρσ. στον πληθ. ή το ουδ. στον εν. ως ουσ.) oἱ φυγαδικοί ή τὸ φυγαδικόν οι φυγάδες. επίρρ... φυγαδικῶς Α κατά τον τρόπο τών φυγάδων … Dictionary of Greek
φυγαδοθήρας — ὁ, Α αυτός που καταδιώκει φυγάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγάς, άδος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ὀρνιθο θήρας] … Dictionary of Greek
συμφυγάς — άδος, ὁ, ἡ, Α συνεξόριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φυγάς «εξόριστος»] … Dictionary of Greek